- Η πειρατεία στο Αιγαίο είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Από τους μινωικούς ακόμα χρόνους, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, τα νησιά του Αιγαίου υπέφεραν πολλά από τους ποικιλώνυμους πειρατές, που τελικά κατεδίωξε ο Μίνωας.
- Ο Θουκυδίδης λέει επίσης ότι όχι μόνον οι πειρατές δεν ντρέπονταν για το έργο τους , αλλά αντίθετα αυτό τους έφερνε και κάποια δόξα. Αυτό το πνεύμα θα το συναντήσουμε και στα κατοπινούς αιώνες της πειρατείας.
- Και στην Ομηρική εποχή συναντούμε πειρατείες. Στον Ομηρικό ύμνο στο Διόνυσο ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τυρρηνοί ασχολούνταν τόσο πολύ με τις ληστρικές επιδρομές που και τον ίδιο το Θεό Διόνυσο συνέλαβαν κι ετοιμαζόντουσαν να τον πουλήσουν σκλάβο, όμως εκείνος ,αφού μεταμόρφωσε τα κουπιά σε φίδια και το κατάρτι σε κισσό , τους τιμώρησε και τους μεταμόρφωσε σε δελφίνια.
- Από τους σκληρότερους Έλληνες πειρατές ήταν οι Μανιάτες, σκληροί και αδίστακτοι , αλλά και νησιώτες όπως οι Αμοργιανοί, οι Τηνιακοί, οι Κασιώτες κ.α. Ανάμεσά τους γνωστά ονόματα ο καπετάν Μανέτας, ο Καψής, ο Φραγκόπουλος, ο Λιόλιος κ.α. Άνθρωποι φυγόδικοι, τυχοδιώκτες που είχαν αρνηθεί τη θρησκεία τους , όργωναν κυριολεκτικά του Αιγαίο, σφάζοντας, καίγοντας, αρπάζοντας ότι εύρισκαν μπροστά τους ή και αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους, άντρες και γυναίκες για να τους πουλήσουν σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης, της Σμύρνης ή της Μπαρμπαριάς (Τυνησίας, Αλγερίας κλπ).
ΑΜΟΡΓΟΣ
Οι πειρατικές επιδρομές κατά της Αμοργού ξεκίνησαν από τα βάθη της Αρχαιότητας και συνεχίστηκαν και σε μεταγενέστερες εποχές όπως στην εποχή του Βυζαντίου και της Ενετοκρατίας-Τουρκοκρατίας.
Το 1797 Μανιάτες πειρατές λεηλάτησαν κι εγύμνωσαν τον τόπο.
Άδειασαν τα σπίτια (οι ιδιοκτήτες τα είχαν εγκαταλείψει και είχαν φύγει στα βουνά), έσπασαν τα σεντούκια, τα γράμματά τους όλα χάθηκαν και δεν τους άφησαν ούτε ένα ρούχο.
Τους Μανιάτες καταδίωξαν κάποια παλικάρια από την Αμοργό.
« να βγάλουν τότες όνομα’ ς Ανατολή και Δύσι,
‘ςτην Αμοργόν άλλην φοράν κλέπτης να μη πατήση».
Φαίνεται ότι οι Αμοργιανοί λόγω της λεηλασίας από τους πειρατές ζήτησαν από τους Τούρκους να μην πληρώσουν φόρους για τρία χρόνια, αλλά οι Τούρκοι δεν συμφώνησαν και τους είπαν ότι θα τους τιμωρήσουν αν δεν καταβάλουν τον επιβεβλημένο φόρο.
Πειρατές στα Παραδείσια
Πειρατές άραξαν στα Παραδείσια και σκορπίστηκαν για να ληστέψουν . Πήγαν στην Κάτω Μεριά στην Κολοφάνα, αλλά οι κάτοικοι που είχαν ειδοποιηθεί κρύφτηκαν. Οι άντρες έστησαν καρτέρι στους πειρατές και παρόλο που αυτοί είχαν ανάψει φωτιές για να έρθουν να τους πάρουν με τις βάρκες , οι Αμοργιανοί τους επιτέθηκαν και σκότωσαν τους περισσότερους , μόνο λίγοι κατόρθωσαν να γλιτώσουν πέφτοντας στην θάλασσα.
Δυο πειρατές όμως κρύφτηκαν σε μια σπηλιά και το πρωί κατεβαίνοντας στον Όρμο του Κάτω Κάμπου βρήκαν δύο γυναίκες και τις πήραν αιχμάλωτες μαζί τους. Στον Κάβο του Τρούλλα είδαν το πλοίο τους να κόβει βόλτεςανοιχτά ,τους έκαναν σινιάλο με φωτιές και ήρθε μια βάρκα και τους πήρε μαζί και με τις δυα γυναίκες. Η μια είχε μαζί της το μωρό της. Οι γυναίκες φτάνοντας στον Κάβο Βούλγαρη της Κέρου έκλαιγαν απαρηγόρητες που έφευγαν μακριά από το νησί και τους δικούς τους.Οι πειρατές για να διασκεδάσουν έβαλαν τις γυναίκες να τραγουδήσουν με το ζόρι .
Η πρώτη τραγούδησε:
« Όμορφο πουν’ το κάτεργο (πλοίο) κι όμορφα π’ αρμενίζει
κι όμορφοι πούν’ οι ναύτες του κι αυτός που τους ορίζει».
Η δεύτερη μωρομάνα τραγουδά:
«Κούνια μου κούνα το παιδί, κούνια νανούρισέ το κι αν σου γυρέψει και βυζί , σκύψε και βύζαξέ το’.
Ο καπετάνιος του πειρατικού λυπήθηκε τον πόνο της δεύτερης γυναίκας και τις άφησε ελεύθερες στον Κάβο του Τρούλλη.
Ο Άγιος κάνει το θαύμα του.
Στον κάμπο τις Καλοταρίτισσας άντρες και γυναίκες θέριζαν αμέριμνοι. Ανάμεσά τους και μια μωρομάνα που θήλαζε πιο πέρα το μωρό της και τούπαιζε στην ανεμόκουνια. Ξαφνικά πλάκωσαν πειρατές. άντρες και γυναίκες έτρεξαν για να σωθούν, η μάνα όμως πιάστηκε. Οι πειρατές την πήραν μαζί τους κι άφησαν στην κούνια το μωρό παρά τις παρακλήσεις της. Το πλοίο ανοίχτηκε στο πέλαγος.
Περνώντας μπροστά από το ξωκλήσι που τόσες φορές είχε ανάψει το καντήλι, η γυναίκα προσευχήθηκε θερμά για τη σωτηρία της . Τότε έγινε το θαύμα. Το πλοίο έμεινε ακίνητο, δεν πήγαινε ούτε μπρος ,ούτε πίσω. Οι πειρατές τότε φοβήθηκαν κατάλαβαν, γύρισαν πίσω στον όρμο της Καλοταρίτισσας κι άφησαν τη γυναίκα λεύτερη.
Δημοτικό τραγούδι της Αμοργού « Ο Σκλάβος».
« Σαράντα κάτεργα’ μεστα κι εξηνταδυό φρεάδες.
Κ’ είχομεν σκλάβους εκατό στην άλυσι βαρμένους,
Στην άλυσι, στα σίδερα και στην βαρειά καδένα
Κι ο σκλάβος ενεστέναξε κι εστάθη η φρεάδα.
-Ποιος είναι π’ αναστέναξε και στάθη η φρεάδα ;
αν είν’ από τους σκλάβους μου να τον ελευτερώσω
κι αν είν’ από τη λεβεντιά λουφέ να της εδώσω.
-Εγώ’ μαι π’ ανεστέναξα και στήθη η φρεάδα.
– Σκλάβε πεινάς, σκλάβε διψάς, σκλάβε γδυμνόν σ’ αφήκαν;
-Μηδέ πεινώ, μήτε διψώ, μηδέ γδυμνιό μ’ αφήκες,
της νιότης μου θυμήθηκα, της δόλιας μου γυναίκας,
που’ μουν τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
εχτές πουλούν τα ρούχα μου, σήμερον τα’ άρματά μου,
αύριον την γυναίκα μου την ευλογούνε μ’ άλλον.
-Σκλάβε ξανατραγούδησε και να σε ελευτερώσω.
……………………………………………………
Κι ο σκλάβος ετραγούδησε κι ο πειρατής του έδωσε τη λευτεριά του.
Περισσότερα για την πειρατεία στο Αιγαίο εδώ